- διαδοχικότητα
- [-ης (-ητος)] η1) наследственность; преемственность; 2) последовательность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαδοχικότητα — η 1. το να γίνεται κάτι διαδοχικά 2. το να είναι κάτι διαδοχικό, η αλλεπαλληλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 σε χειρόγραφα τού συλλόγου «Κοραής» στην Αθήνα] … Dictionary of Greek